μελίτων

μελίτων
μέλι
honey
neut gen pl
μελιτόομαι
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
μελιτόομαι
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)
μελιτόω
to be sweetened with honey
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
μελιτόω
to be sweetened with honey
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Μελίτων — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μελίτων — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους σαράντα στρατιώτες που μαρτύρησαν επί Λικινίου (307 23) στη Σεβάστεια. Αρχικά βασανίστηκε και κατόπιν θανατώθηκε με πνιγμό σε ποτάμι, όπως και οι υπόλοιποι. Είναι γνωστοί ως… …   Dictionary of Greek

  • Μελίτων ο Σάρδεων — (2ος αι. μ.Χ.). Επίσκοπος Σάρδεων. Υπήρξε ένας από τους επισημότερους απολογητές της χριστιανικής θρησκείας. Δεν σώζονται παρά ελάχιστα στοιχεία για τον βίο του, αν και εικάζεται ότι άκμασε το διάστημα μεταξύ 160 και 180 μ.Χ. Ο Ευσέβιος αναφέρει… …   Dictionary of Greek

  • Μέλιτον — Μελίτων masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Мелитон Сардийский — (греч. Μελίτων Σάρδεων; начало II века  ок. 190)  епископ города Сарды, христианский богослов. Почитается в лике святителей, память совершается в Православной церкви 1 апреля (по юлианскому календарю), в Католической церкви 1 апреля.… …   Википедия

  • Мелитон Сардский — Мелитон Сардийский (греч. Μελίτων Σάρδεων; начало II века ок. 190) епископ города Сарды, христианский богослов. Почитается в лике святителей, память совершается в Православной церкви 1 апреля (по юлианскому календарю), в Католической церкви 1… …   Википедия

  • μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… …   Dictionary of Greek

  • απολογητική — Ονομάζεται έτσι με ευρύτερη σημασία το τμήμα της διαλεκτικής που έχει σκοπό την υπεράσπιση της αλήθειας (από το ρήμα απολογούμαι, δηλαδή υπερασπίζω τον εαυτό μου). Από αυτή την άποψη μπορούν να θεωρηθούν απολογητικοί οι λόγοι μερικών αρχαίων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”